ἀξιωματικοῦ

ἀξιωματικοῦ
ἀξιωματικός
dignified
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitrios Grapsas — Born 1948 Ypati Allegiance Greece …   Wikipedia

  • Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπασπιστής — ο βαθμός του στρατού ξηράς, της πολεμικής αεροπορίας και της χωροφυλακής μεταξύ του ανώτερου βαθμού υπαξιωματικού και του κατώτερου βαθμού αξιωματικού …   Dictionary of Greek

  • ανθυπαστυνόμος — ο αστυνομικός (Αστυνομίας Πόλεων) με βαθμό μεταξύ υπαξιωματικού (αρχιφύλακα) και αξιωματικού (υπαστυνόμου Β ) [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπαστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ανθυπολοχαγός — ο ο μικρότερος βαθμός αξιωματικού στον στρατό ξηράς …   Dictionary of Greek

  • ανθυπομοίραρχος — ο ο μικρότερος βαθμός αξιωματικού της Χωροφυλακής, αντίστοιχος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ. * + υπομοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος, που εκδίδεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποπλοίαρχος — ο 1. βαθμός αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος με τον βαθμό του υπολοχαγού του στρατού ξηράς 2. (στο εμπορικό ναυτικό) ο τρίτος πλοίαρχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”